ίσχνανση

ίσχνανση
ίσχνανση, η και ίσχνεμα, το, -ατος
αδυνάτισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ίσχνανση — η (Μ ἴσχνανσις) [ισχναίνω] νεοελλ. φυσιολογική ελάττωση τού λίπους που είναι αποθηκευμένο στο σώμα τών ανθρώπων ή τών ζώων μσν. εκλέπτυνση …   Dictionary of Greek

  • ίσχνεμα — το [ισχνεύω] η ίσχνανση …   Dictionary of Greek

  • ισχναίνω — (ΑΜ ἰσχναίνω) κάνω κάποιον ισχνό, λεπτύνω, λιγοστεύω νεοελλ. γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω αρχ. 1. (για ταρίχευση) αποξηραίνω, στεγνώνω 2. αφαιρώ τα περιττά, εκλεπτύνω, εξευγενίζω 3. (για σωματικό πόνο) ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω 4. παθ. ἰσχναίνομαι …   Dictionary of Greek

  • ισχναντικός — ἰσχναντικός, ή, όν (Α) [ισχναίνω] αυτός που επιφέρει ίσχνανση …   Dictionary of Greek

  • ισχνασμός — ἰσχνασμός, ὁ (Α) η ίσχνανση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχναίνω + κατάλ. ασμός (πρβλ. κραδ ασμός, μαρ ασμός)] …   Dictionary of Greek

  • τέλι — το, Ν 1. λεπτό μεταλλικό σύρμα 2. είδος επίχρυσου νήματος 3. μεταλλική χορδή 4. μτφ. λέπτυνση, ίσχνανση («έγινε τέλι») 5. στον πληθ. τα τέλια μτφ. τα τηλεγραφήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tel] …   Dictionary of Greek

  • ισχναντικός — ή, ό που προκαλεί την ίσχνανση, το αδυνάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”